- πορτιτρόφος
- πορτιτρόφος, ον,A nourishing calves,
ἤπειρος h.Ap.21
; [πεδίον] B. 10.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἤπειρος h.Ap.21
; [πεδίον] B. 10.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορτιτρόφος — ὁ, Α αυτός που εκτρέφει αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτις «νεαρή αγελάδα» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος)] … Dictionary of Greek
πορτιτρόφον — πορτιτρόφος nourishing calves masc/fem acc sg πορτιτρόφος nourishing calves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)